πατσαβούρα

πατσαβούρα
η και πατσαβούρι, το
1. ράκος, ευτελές ύφασμα που χρησιμοποιείται συνήθως για καθαρισμό
2. (κατ* επέκτ.) ρυπαρό ράκος, βρόμικο κουρέλι
3. μτφ. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας), άσεμνη, πρόστυχη, ανήθικη, άξια περιφρόνησης
4. μτφ. (για εφημερίδες) χυδαίο, ανάξιο προσοχής, ελεεινό έντυπο, κατάλληλο μόνο για καθαρισμό ακάθαρτων σκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spazzaura. Η άποψη ότι η λ. προήλθε από αμάρτυρο τ. *πετσαφούρι < πετσ-άφι < πέτσα δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πατσαβούρα — η 1. κομμάτι ύφασμα για καθάρισμα σκευών ή επίπλων. 2. μτφ., γυναίκα άσεμνη. 3. εφημερίδα όχι σοβαρή, αλλιώς παλιόφυλλο, βρομόφυλλο, φυλλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατσαβουριάζω — [πατσαβούρα] μεταβάλλω κάτι σε πατσαβούρα, κουρελιάζω, καταστρέφω, αχρηστεύω κάτι σχίζοντας και λερώνοντάς το …   Dictionary of Greek

  • Αδελαΐδα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947 949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951 973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983 993). Ακολούθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”