- πατσαβούρα
- η και πατσαβούρι, το1. ράκος, ευτελές ύφασμα που χρησιμοποιείται συνήθως για καθαρισμό2. (κατ* επέκτ.) ρυπαρό ράκος, βρόμικο κουρέλι3. μτφ. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας), άσεμνη, πρόστυχη, ανήθικη, άξια περιφρόνησης4. μτφ. (για εφημερίδες) χυδαίο, ανάξιο προσοχής, ελεεινό έντυπο, κατάλληλο μόνο για καθαρισμό ακάθαρτων σκευών.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spazzaura. Η άποψη ότι η λ. προήλθε από αμάρτυρο τ. *πετσαφούρι < πετσ-άφι < πέτσα δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.